καταπόντιση — η (Μ καταπόντισις) [καταποντίζω] καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο νεοελλ. ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση τού κεφαλιού μέσα στο νερό μσν. είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα… … Dictionary of Greek
καταποντίσῃ — καταποντίζω throw into the sea aor subj mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj act 3rd sg καταποντίζω throw into the sea fut ind mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj mid 2nd sg καταποντίζω throw into the sea aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντισμός — ο (Α καταποντισμός) [καταποντίζω] 1. καταπόντιση*, καταβύθιση, πνίξιμο 2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός τού κόμματος στις εκλογές) … Dictionary of Greek
καταποντιστής — καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω] 1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει 2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής 3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος») … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
κατάδυση — η 1.καταβύθιση, καταπόντιση: Έγινε η κατάδυση του υποβρυχίου. 2. βουτιά, μακροβούτι: Είναι άφταστος στις καταδύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)